- ἰοδόκοι
- ἰ̱οδόκοι , ἰοδόκοςholding arrowsmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιοδόκος — (I) ἰοδόκος, ον (Α) αυτός που περιέχει βέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (ΙI) + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. δωρο δόκος, θυο δόκος]. (II) ἰοδόκος, ον (Α) αυτός που περιέχει δηλητήριο, ο δηλητηριώδης («ἰοδόκοι ὀδόντες», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + δόκος … Dictionary of Greek